δεικτήριον

δεικτήριον
δεικτήριον, το (Α) [δείκνυμι]
1. μέρος για έκθεση, παρουσίαση εμπορευμάτων
2. (στη Σάμο) τόπος όπου η Αθηνά έδειξε στον Περσέα ομοίωμα τής Γοργόνας
3. δείγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεικτήριον — place for showing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικτηρίου — δεικτήριον place for showing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικτήρια — δεικτήριον place for showing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULPITUM — excitatum in Proscenio, agentium et loquentium locus erat. In Pulpitum enim Actores prodibant, quod, ut Vitruvius docet, latius erat Latinis, quam Graecis. Altitudo illius Romanis non plus pedum quinque; adeoque humilius Scenâ, sed altius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • δεικτηριάς — δεικτηριάς, η (Α) [δεικτήριον] γυναίκα μίμος, ηθοποιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”